- κραιπνόσυτον
- κραιπνόσυτοςswift-rushingmasc/fem acc sgκραιπνόσυτοςswift-rushingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κραιπνόσυτος — κραιπνόσυτος, ον (Α) αυτός που κινείται γρήγορα («ἐλαφρῳ ποδὶ κραιπνόσυτον θᾱκον, προλιποῡσα», Αισχύλ.). επίρρ... κραιπνοσύτως (Α) γρήγορα … Dictionary of Greek